- εύψυχος
- (I)-η, -ο (ΑΜ εὔψυχος, -ον)γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχονη ευψυχία, η γενναιοψυχία.επίρρ...εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα)με τόλμη, με θάρροςαρχ.με γενναιοψυχία, με γενναιοδωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό-ψυχος, ομό-ψυχος].————————(II)εὔψυχος, -ον (Α)ευχάριστα ή ανεκτά ψυχρός, δροσερός, δροσιστικός, αναψυκτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ψύχος].
Dictionary of Greek. 2013.